- στυγῶ
- στυγέωhatepres subj act 1st sg (attic epic doric)στυγέωhatepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στυγώ — έω, Α 1. αποστρέφομαι κάποιον πολύ και τό δείχνω, σε αντιδιαστολή προς το μισώ, που δηλώνει απλώς το συναίσθημα τής αντιπάθειας χωρίς την έμπρακτη έκφρασή της 2. καθιστώ κάτι μισητό ή επίφοβο 3. (με απρμφ.) αποφεύγω ή φοβάμαι να πράξω κάτι.… … Dictionary of Greek
στύγω — στυγέω hate aor subj act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Στυξ — υγός, η / Στύξ, ΝΑ, και Στύγο Ν μυθ. 1. φοβερός ποταμός που διαρρέει τον Κάτω Κόσμο και τόν συγκρατεί και στού οποίου τα νερά οι θεοί έδιναν απαράβατους όρκους 2. (στον Όμ. και κυρίως στην Οδύσσεια) ο χώρος περιπλάνησης τών σκιών τών νεκρών… … Dictionary of Greek
θεοστύγητος — θεοστύγητος, ον (Α) θεοοτυγής («θεοστυγήτῳ δ ἄγει», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + στυγώ «μισώ» (< στύγος «μίσος»)] … Dictionary of Greek
καταστυγώ — καταστυγῶ, έω (AM) 1. αισθάνομαι φρίκη, κατατρομάζω, φρίττω 2. μισώ κάτι πάρα πολύ, βδελύσσομαι, αποστρέφομαι 3. (αόρ. α ) κατέστυξα (μτβ.) φόβισα κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στυγῶ «μισώ, βδελύσσομαι»] … Dictionary of Greek
στυγάνωρ — ορος, ό, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (για τις Αμαζόνες) αυτός που μισεί τους άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στυγ τών στυγῶ*, στυγνός, στυγερός + άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πειθ άνωρ] … Dictionary of Greek
στυγερός — ή, ό / στυγερός, ά, όν, ΝΑ (για πρόσ. και για πράγμ.) αυτός που προκαλεί αποτροπιασμό, φρίκη ή και μίσος, μισητός, βδελυρός (α. «στυγερό έγκλημα» β. «στυγερός εγκληματίας» γ. «προύπεμψεν ἐξ ἐρέβευς ἄξοντα κύνα στυγεροῡ Ἀίδαο», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
στυγητός — ή, όν, Α [στυγῶ] μισητός, στυγερός … Dictionary of Greek
στυγνός — ή, ό / στυγνός, ή, όν, ΝΑ 1. (για πρόσ. και πράγματα) στυγερός, μισητός (α. «στυγνός δολοφόνος» β. «στυγνά πρόκακα λέγων», Αισχύλ.) 2. κατηφής, σκυθρωπός αρχ. 1. δύστροπος ή εξαιρετικά άθυμος 2. (η αιτ. εν. τού ουδ. ως επίρρ.) στυγνόν λυπηρά.… … Dictionary of Greek
στύγημα — ήματος, τὸ, Α [στυγῶ] (ποιητ. τ.) το αντικείμενο τού μίσους, αυτό που κανείς μισεί, που αποστρέφεται, μίσημα, βδέλυγμα … Dictionary of Greek